- πολυκρόκαλος
- πολυ-κρόκᾰλος, ον,A full of pebbles, Call.Fr.anon.110.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυκρόκαλος — ον, Α αυτός που έχει πολλές κροκάλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρόκαλος (< κροκάλη «χαλίκι»), πρβλ. εϋ κρόκαλος] … Dictionary of Greek
πολυκροκάλοιο — πολυκρόκαλος full of pebbles masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)